- νήριτος
- νήριτοςcountlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… … Dictionary of Greek
Νήριτος — countless masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήριτον — νήριτος countless masc/fem acc sg νήριτος countless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρίτου — Νήριτος countless masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηρίτου — νήριτος countless masc/fem/neut gen sg νηρί̱του , νηρίτης sea snails masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρίτων — Νήριτος countless masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηρίτων — νήριτος countless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρίτῳ — Νήριτος countless masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηρίτῳ — νήριτος countless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήριτα — νήριτος countless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)